γνωμοδοτώ

γνωμοδοτώ
γνωμοδότησα, δίνω έγκυρη γνώμη, γνωματεύω: Τοιατρικό συμβούλιο γνωμοδότησε ότι ο θάνατος του ασθενή προήλθε από ανακοπή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γνωμοδοτώ — γνωμοδοτώ, γνωμοδότησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: γνωμοδοτώ : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή, χωρίς αυτό να μπορεί να αιτιολογηθεί από την έννοια του ρήματος (→ διατυπώνω έγκυρη γνώμη σε θέμα της αρμοδιότητάς μου) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γνωμοδοτώ — (AM γνωμοδοτῶ, έω) εκφέρω υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδοτῶ — γνωμοδοτέω give advice pres subj act 1st sg (attic epic doric) γνωμοδοτέω give advice pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμοδότημα — το [γνωμοδοτώ] η γνωμοδότηση …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδότηση — Όρος που σημαίνει την έκφραση γνώμης ενός προσώπου, μιας αρχής, συμβουλίου κλπ. κατά την περίπτωση στην οποία αρμόδιο λήψης απόφασης είναι άλλο πρόσωπο, αρχή ή δικαστήριο. Στην πολιτική και στην ποινική δικονομία προβλέπεται η γ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”